Παρασκευή

Η φυση εκδικειται!!!!


Κατά κύματα ερχόταν τα κελαηδίσματα των πουλιών, δίπλα απ’ το ρυάκι.

Τόση ώρα ξαπλωμένος στο ένα πλευρό χωρίς να κουνιέμαι καθόλου.

Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τίποτα άλλο, εξόν από τους ήχους των πουλιών, που σαν από στερεοφωνικό, έρχονταν ως τ’ αυτιά μου.

Σήκωσα λίγο το κεφάλι να δω τους άλλους.

Απόλυτη ακινησία. Είχαν κρυφτεί καλά, έτσι έπρεπε.

Εγώ όμως είχα πάρει την καλύτερη θέση.

Είχα τον απόλυτο έλεγχο.

Έπιασα το όπλο δίπλα μου, χάιδεψα την ξύλινη λαβή του, απαλή σαν βελούδο η αφή. Μου έστειλε ο αδερφός μου απ’ την Αμερική.

Εκεί λέει σκότωναν αληθινά ζώα, όχι όπως εδώ τσιροπουλια και κοτσύφια

Περίμενα. Είχε πάρει να χαράζει. Όπου να ναι θα φανούν.

Σκέφτηκα τις προκαταλήψεις των ανθρώπων στο χωριό που καταλύσαμε. Τους ζητήσαμε να μας πουν περάσματα για κυνήγι, κανένας δεν μας είπε για αυτό το μέρος, και τους ρώτησα: “Για την πηγή του κλέφτη γιατί δεν μας λέτε;”

“Μη παιδί μου φώναξε ο καφετζής μην λες τέτοια πράγματα, είναι αμαρτία η μόνη πηγή στο βουνό όλα τα ζωντανά από κει πίνουν. Ανανδρία”

“Μας δείξεις, δεν μα δείξεις παππού, εμείς θα πάμε” του είπα εκνευρισμένος

Το πρωί ξύπνησα κακόκεφος. Θες τα πολλά τσίπουρα, θες το κρεβάτι που δεν με βόλευε, θες τα λόγια του καφετζή; Τώρα όμως, μετά από δυο ώρες περπάτημα και αφού βρήκαμε αμέσως την πηγή, ένιωθα πολύ καλύτερα. Πριν ακόμη χαράξει είχαμε πιάσει θέσεις λίγο πάνω από την πηγή. Σκεφτόμουνα τους φίλους μου στην πόλη και το τσιμπούσι που θα κάναμε με τα θηράματα μου.

‘Η Φύση εκδικείται;’ Τι ήταν αυτό τώρα;

Μια σκέψη. Μια σκέψη μόνο που ξεδίπλωσε την πρωινή μου κακοκεφιά και άρχισε να την επαναφέρει.

Το όνειρο.

“Κυνηγούσα λέει, άγρια άλογα κι είχα πιάσει αρκετά. Τα είχα κλείσει σε μια γερή μάντρα που ‘χα φτιάξει, και μάζευα σιγά-σιγά τα πράγματα μου για να κατεβώ στην πόλη να τα πουλήσω.

Ξαφνικά, καμιά δεκαριά μέτρα μακριά μου, εμφανίστηκε ένας γεράκος με αραιά γένια ερχόταν προς το μέρος μου.

“Καλησπέρα”, μου είπε και φάνηκαν κατακίτρινα τα λιγοστά του δόντια.

Δεν τον καλησπέρισα καν γιατί πίσω του ακριβώς, πάνω στο ύψωμα, είδα τον ομορφότερο επιβήτορα που είχα ποτέ μου αντικρίσει. Γύρισε κι ο γέρος να δει.

“Άστο αγόρι μου, αρκετά δεν έπιασες; Άστο δεν βλέπεις πως κοιτά; Είναι ο τόπος του εδώ, αρκετά έπιασες.

“Κάτσε εδώ παππού, κάτσε και περίμενε, θα γλεντήσουμε άμα γυρίσω, αυτό το άλογο είναι γεννημένο για μένα”

“Καλά αγόρι μου, αλλά να ξέρεις, τίποτα η φύση δεν γέννησε αποκλειστικά μόνο για έναν”

Σχεδόν δεν άκουσα τι μου είπε, άρπαξα τα σχοινιά, κι άρχισα να σκαρφαλώνω στον λόφο. Το πλησίασα μια δυο φορές χωρίς να ρίξω την θηλιά. Τον τρόμαζα, λίγο-λίγο, ίσα για τον σπρώξω σε ένα αδιέξοδο πέρα στους βράχους, όπου θα τον έπιανα εύκολα όπως και τα άλλα πρωτύτερα. Σχεδόν τα είχα καταφέρει, τον είχα στο αδιέξοδο κι ετοιμαζόμουν να ρίξω την θηλιά. Ήμουν τόσο αφοσιωμένος, που δεν πρόσεξα μια σχισμή στο έδαφος μπροστά μου. Στραβοπάτησα και βρέθηκα τρία τέσσερα μέτρα πιο κάτω ανάμεσα στα βράχια.

Ζαλίστηκα, έκανα να σηκωθώ αλλά ένας πόνος δυνατός με κράτησε ακίνητο. Μια αιχμηρή πέτρα είχε σφηνωθεί στα πλευρά μου, μερικά αισθανόμουν ότι είχαν ήδη σπάσει απ’ το πέσιμο. Χωρίς βοήθεια ήταν δύσκολο να σηκωθώ, πόσο μάλλον να βγω από την τρύπα που είχα πέσει. Ανακάθισα ελαφρά, αλλά ο πόνος έγινε δυνατότερος.

Τότε άκουσα ένα θόρυβο, πάνω ψηλά. Το άλογο, σκέφτηκα, είδε που χάθηκα και γύρισε να δει από περιέργεια

“Γεια σου αγόρι”, άκουσα την φωνή του γέρου

Ο πιο γλυκός ήχος σκέφτηκα.

Σήκωσα με κόπο το κεφάλι να κοιτάξω και είδα τον γερο να ταΐζει ένα καρότο στο άλογο, που ‘γεννήθηκε για μένα’.

“Στο είπα, η φύση τίποτα δεν γεννάει για έναν”. Καληνύχτα.

“Στάσου γέρο που πας; Τι θα γίνω; γέρο, στάσου”

Φώναξα, έβρισα, έκλαψα, μέχρι που σηκώθηκα μούσκεμα στον ιδρώτα”

“Αηδίες” φώναξα δυνατά. Θα βρω το καφετζή μόλις γυρίσω και θα του πω δυο λογάκια, σκέφτηκα.

Πλησίαζε, είχε και δυο μικρά μαζί της ,ακόμη καλύτερα. Τέλεια, θα χτύπαγα πρώτα τη μάννα και μετά το μικρό δεξιά της .

Σημάδευα.

Στήριξα καλά τα πόδια πίσω και τίναξα το δεξί μου πόδι να φύγει από ένα κλαδί που με αγκύλωνε, τίναξα το πόδι ξανά. Ένα θρόισμα ακούστηκε κάπου δίπλα. Κοίταξα Είχα τρομάξει ένα φίδι και έφευγε σούρνοντας για να μην γίνει κορδέλα για το γείσο του καπέλου μου

“Έχε χάρη, που ήρθα για άλλο πράγμα εδώ, του σφύριξα” .

Κοίταξα από το σκόπευτρο, λίγο ακόμη. Τα πόδια μου είχανε μουδιάσει από την ακινησία τόση ώρα και το μούδιασμα έφτανε στη πλάτη μου

Λίγο ακόμη, βαθιά αναπνοή, ισορροπημένη εκπνοή, και το καλύτερο ελάφι στο καπό του αυτοκίνητου μου.

Τίποτα

Ανασήκωσα το κεφάλι για να βολέψω το δάκτυλο στην σκανδάλη.

Τίποτα.

Τίναξα τα πόδια μου δυνατά να σηκωθώ.

Τίποτα.

Μια φλέβα τινάχτηκε στο αριστερό μου μάγουλο.

Το φίδι…

‘Η φύση εκδικείται’ σκέφτηκα έντρομος ενώ άρχισε να μουδιάζει το μυαλό μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...