Κυριακή

Aρνακια!! η τα σκουληκια της σηψης

ειναι προιον συνεργασιας το
συγκεκριμενο μενα ακομη ατομο απο δω


Άνοιξε τα μάτια .Τα έκλεισε
Μετά τα ξανά άνοιξε με δύναμη αυτή τη φορά.
Τυφλός.
Έκλεισε τα μάτια και σαν να έβαλε μπρος την γεννήτρια, ήρθαν όλα στο μυαλο του διάδρομοι, δωμάτια, ακόμη και τα χαλιά στο πάτωμα. Λες και φόρτωνες κάποιο σκληρό δίσκο ερχόταν σιγά λεπτομέρειες ,περπάταγε στους διαδρόμους έβλεπε τους πίνακες.
Μπήκε στην κουζίνα άνοιξε το ψυγείο πήρε ενα μπουκάλι παγωμένη βότκα απ την κατάψυξη. Καθώς έκλεινε την πόρτα το είδε. Ένα άσπρο πλάσμα, κάτασπρο, κάτι σαν αρνί χωρίς πόδια .Το χάιδεψε σε αυτό που νόμισε για κεφάλι.
Το μάλωσε ελαφρά .
Σαν να μαλώνεις το γατί σου όταν ανεβαίνει στον καναπέ ενώ ήδη του έχεις κανείς σινιάλο με το δάκτυλο
"σταματά την φασαρία θέλω να κοιμηθώ "του είπε
γύρισε στο κρεβάτι του
τίναξε δυο ροδοπέταλα από το στρώμα του και ξάπλωσε .Άπλωσε το χέρι δίπλα και άναψε το πορτατίφ δίπλα του." Να 'χα και κανά κερί " σκέφτηκε, γελώντας το μυαλο του
έβαλε σε ενα ποτήρι μια μεγάλη βότκα και το ήπιε μονορούφι ,δεν την άντεχε το στομάχι του συνήθως. Ενώ του άρεσε πολύ τον χτύπαγε στο στομάχι .
αναγκαζόταν λοιπόν να βάζει κάτι άλλο πάντα μέσα... ή να πίνει κάτι άλλο.
΄΄ ευκαιρία τώρα ΄΄ μονολόγησε. Το πλάσμα συνέχισε την φασαρία στη κουζίνα
έβαλε ακόμη μια ακόμη πιο μεγάλη (δοση) αλλά αυτή την φορά άρχισε να την απολαμβάνει σιγά. Να μπορούσε να διάβαζε ενα βιβλίο και να έφευγε , σκέφτηκε.
χαμογέλασε
΄΄το μόνο που ταιριάζει είναι η Πέτρα της τρέλας ΄΄
ακουστηκε μέσα του μια φωνή.

Έκλεισε τα μάτια λες και έλεγε ΣΚΑΣΕ στην φωνή

Τον κούρασε το φως και έκλεισε το πορτατίφ δίπλα του. Ευχήθηκε δυνατά για λίγη ησυχία στο μυαλο του και γέλασε με τη σκέψη και μόνο.
Γέμισε το δέκατο ίσως ποτήρι της ημέρας ,το τρίτο της νυχτας, και αποθηκευσε οτι ειχε σε αποθεματα ποτου στο μπουκάλι ανάμεσα στα πόδια του.
Θα έπρεπε να είχε αρχίσει με έναν ήχο. Κάθε τι αρχίζει με ένα ήχο .Η γέννηση με το πρώτο κλάμα, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να είναι κλάμα κι όχι γέλιο.
Προοικονομία ισως. Σωστά;
Κι έπειτα μια μεγάλη αγάπη, με έναν αναστεναγμό,με ένα δυνατό γέλιο...ίσως και ένα τραγουδι.Αλλά σίγουρα με κάτι που θα χάλαγε την "ησυχία".
"Οξυμωρο" σκεφτηκε.Να προσπαθεί να αρχίσει τώρα το βιβλίο του, ζητώντας ησυχία
.Αδύνατο.
Του αρκούσε η βρύση που έσταζε ,η μπουκάλα που άδειαζε και η σπιτονοικυρα με τις υπεραισιοδοξίες απαιτήσεις για είσπραξη ενοικίων.
Γαμωτο
Σπιτονυκοκυρη εχω.
Έσφιξε τα μάτια να μη μπαίνει μέσα τους φως από το δρόμο , και προσπάθησε να θυμηθεί αυτό που πάλευε με τα χρόνια να ξεχάσει.
Τον εαυτό του ίσως...ή μάλλον όχι.
Αυτό που κατάτρωει τον εαυτό του
.Τα σκουλήκια της σήψης του;;
Δεν είναι αστείο;
Κάτι τόσο δικό σου,να σε κατάτρωει και να σε μειώνει στο μισό από αυτό που είσαι.
Μια μουσική .Ίσως να ήταν αλλιώς αν είχε μια μουσική
Τώρα έμενε με αυτό το χριτς χριτς χριτς στο μυαλο του λες και ήταν μια ασυνχρονιστη μηχανή .Και δεν έφτανε αυτό .
Ήταν κιόλας

Φαντάσου να λατρεύεις αυτό που σκοτώνει
Άναψε τσιγάρο για να αναπνεύσει αέρα
Πάλευε μήνες με το βιβλίο του. Είχε καταφέρει να φέρει τα πάνω κάτω.Να γράψει το τέλος του, τη μέση και να αφήσει κενό το μυαλό του για την αρχή του.Πλησίαζε την τελειότητα , με μοναδική ατέλεια την έλλειψη αρχής.
Είπε να αρχίσει λοιπόν με μια περιγραφή του ίδιου.
Στην εφηβεία του ήταν σίγουρος πως θα άλλαζε τον κόσμο.Στα 25 του κατάλαβε πως παραήταν μικρός (ή ο κόσμος παρα ήταν μεγάλος) και είπε να αλλάξει τον εαυτό του.Στα 30 του κουράστηκε να προσπαθεί και θυμήθηκε την εφηβεία του πιάνοντας πάλι το ποτό αγκαζέ. Κι έπειτα πάτησε τα 40 με μόνη συντροφιά τα σκουλήκια και τη δόξα τους.
Και πήρε αυτά αγκαζέ αυτή την φορά. Τα σκουλήκια της σήψης του
Κάτι σαν "τα αρνάκια" που λέγανε ,όταν ανοίγανε τα κεράσια ,τα παραωριμα μεγάλα κόκκινα κεράσια και αφού βγάζανε ενα κακάρισμα ,τα βλέπανε μέσα τους να περπατάνε και με βουλιμιά τα καταβροχθίζανε
Μάλλον αυτά μεγαλώνουν κάποια στιγμή και μεις σταματάμε το κακάρισμα και απλά μας ενοχλεί ο θόρυβος
Δυνάμωσε τη φασαρία μέσα του.
Έπειτα πέρασαν πέντε χρόνια και κατάλαβε πως μοναδικό ψήγμα της προσπάθειας του ήταν τελικά ο εαυτός του.
~Πως να μην μειώνεσαι...σκουλήκια είναι οι σκέψεις και μόνο για δολώματα και βασανιστήρια κάνουν.~
Σώπασε.
Σωπασε;;
Ενα τσιγάρο

Να μπορούσε ενα τσιγάρο.

Ξεφύλλισε το βιβλίο πήγε στην αρχή
Άγραφες σελίδες λευκές σαν το μυαλο του που γέμισε με ενα λευκό πράγμα
Ενα;;
Όχι ,πολλά .
Πολλά λευκά πράγματα στο σκοτάδι

Σκοτάδι ξέρεις τι θα πει;
~"Ησυχία" βαθιά μέσα σου πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να βοηθήσεις τον εαυτό σου.
Πάρτο, χώρισε το ,και κάπνισε το σε χαρτάκια παθιασμένης θλίψης.
Ίσως να σε σώσει η διαδικασία.




Προσπάθησε να απλώσει τα χέρια να πιάσει τα χαρτάκια.
ψηλάφισε όσο μπορούσε γύρω.
άνοιξε τα μάτια
σκοτάδι
Έτσι ήταν και με εκείνον.
Τα πάντα ξεκινούσαν με ένα κομμάτι σκοτάδι. Το αγόραζε ατόφιο από μέσα του.

Που να καταλάβεις εσύ...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μόνο λίγοι θα ταο καταλάβουν, ίσως και γω να πέφτω σε πολλά έξω.
Είμαι στη φάση που κουράστηκα. Σε 7 χρόνια και 1 μήνα ακριβώς αν ζω (άκου αν υπάρχω-πολλοί το λεν τι τον φοβάστε ρε)
Αν ζω λοιπόν σε 7 χρόνια και 1 μήνα Αλέξανδρε ελπίζω να είμαι στην επόμενη που περιγράφεις και όχι κάπου χειρότερα

Ξανά την καλημέρα μου

http://zamanftou.wordpress.com

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...