Παρασκευή

Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕΡΙΑΝΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΤΕΣ (ΟΛΟΚΛΗΡΟ)

27 Σεπτεμβρίου 2007, 12:40
O Aθανατος σεριαναει στους Μελλοντες


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
Η τελευταία ακτίνα του ήλιου αφού πέρασε δυο κοσμικές καταιγίδες,τρέχοντας με τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο,πέρασε την σχετικά λεπτή ατμόσφαιρα της γης,διαπέρασε δυο σύνεφα και μετά κοντοστάθηκε και αγνάντεψε από ψηλά την βρώμικη μουντή πολιτεία.
Από ψηλά είδε τον νεαρό που κάθονταν στην άκρη της ταράτσας προσπαθώντας να δεί την ¨πόρτα¨ που εδώ και καιρό είχε ετοιμαστεί να ανοίξει.
Με όλη την ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει,η ακτίνα διαπέρασε το μαύρο σύνεφο που παρήγαγε η πόλη και μ` όλη της την δύναμη χτύπησε στα ασημί γυαλιά του.Εξοστρακίστηκε και με καταπληκτική ακρίβεια πέρασε από το κέντρο της κόρης του αριστερού του ματιού.
Βρωμούσε άσχημα εδώ,όλα μαζί ανακατεμένα.Ομίχλες από μεθύσι,νεαρές εμπειρίες,ιδέες της στιγμής, πόθος γιά την κοπέλα με τα στρογγυλά καπούλια πού πέρναγε επτά ορόφους πιό κάτω.
Δέν στάθηκε στιγμή.
Σαν βολίδα ,πού ήταν, παρέκαμψε αυτήν την βρώμικη αποθήκη, πέρασε δυό εργοστάσια Σκέψης και με βιασύνη λοξοδρόμησε από την αποθήκη της Λογικής.Κοντοστάθηκε λίγο στο μικρό εργαστήριο της Γνώσης και μπήκε στο πεδίο της Φαντασίας.
Με φούρια πέρασε όλες τις πόρτες και μόνο σ΄ αυτήν πού είχε κάτι παιδιάστικα γράμματα και έγραφε κάπως έτσι:

Περι Οχ η Πα ρ αΜΥθΙΟΥ

Μπήκε
Κλωστές σπάγκοι σωρό από κάποιο κουκλοθέατρο που ίσως δεν παίχτηκε ποτέ,σπάσμένες κούκλες πεταμένο αλεύρι από τους μεθυσμένους μυλωνάδες.Μπήκε ακόμη πιό μέσα και είδε ένα κόκκινο σκούφο
να κρύβει το κεφάλι ενός παιδιού.Πλησίασε και ανακάλυψε ότι κρέμονταν από την μύτη του Πινόκιο.
Ακούνητες διάφορες φιγούρες την εμπόδιζαν να περάσει.Γάτοι με μπότες άνθρωποι με περίεργα ρούχα και γάντζους για χέρια,κορίτσια με φτερά,περίεργα όντα με μεγάλα κεφάλια και μικρά πόδια,που κάποια φαντασία είχε πλάσει.
Κουράστηκε κοίταξε γύρω και είδε έναν καναπέ μιας μακρινής εποχής εκεί διάλεξε να ξαποστάσει από το μακρινό ταξίδι.
Καθισε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

Σ΄ εκείνη την μακρυνή εποχή και μάλιστα στο ίδιο χωριό,όπου ο καναπές είχε κατασκευαστεί,έμενε κάποιος, που προσπαθώντας να κάνει μια επαναστατική πράξη ονόμασε τον μοναχογιό του με τον τίτλο ενός ποιήματος κάποιου ποιητή που πέθανε στην φυλακή.Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το μικρό χωριό του ήταν πια μια μικρή επαρχία του πλούσιου κοντινού Βασιλείου.
΄΄Μάχου τω Βασιλεί΄΄ ονόμασε το παιδί του,μιας κι ο ίδιος δεν είχε το σθένος να παρατήσει το όμορφο κτήμα δίπλα στο ποτάμι το ζεστό φαγητό και την στρογγυλοκάπουλη νέα γυναίκα μόνη στα υγρά σκεπάσματα.Εϊχε την ψευδαίσθηση ότι αυτό που δεν έγινε αυτός , θα μπορούσε να γίνει ο γιός του.
Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.Η γυναίκα του φοβήθηκε το ίδιο πράγμα,για άλλο λόγο όμως.Δεν άφησε τον άντρα της να φύγει θα άφηνε τον γιό;
Έτσι το όνομα του έγινε σκέτο Βασιλί.
Ο μικρός Βασιλί μεγάλωσε θέριεψε προς μεγάλη ικανοποίηση της μητέρας του έγινε ένα ψηλό γεροδεμένο παλικάρι,αλλά κάθε μέρα βύθιζε στην απελπισία τον πατέρα του,γιατί ενώ έπιανε το άροτρο από μικρός ακόμη , και το έμπηγε βαθιά στην γη και όργωνε καλύτερα από όλους στο χωριό,με τα όπλα όμως δεν τα πήγενε καλά,τα άφηνε και σκούριαζαν κρυμμένα καλά στον παλιό αχυρώνα.
Όταν μεγάλωσε λίγο ακόμα τότε ήταν που βύθισε τον πατέρα του σε βαθιά απελπισία.Τα κορίτσια του χωριού βλέπαν στην μορφή του Βασιλί έναν βαρβάτο δουλευτή άντρα και βάλθηκαν να τον ξελογιάσουν.
Πότε πέρναγαν δυο-δυο από εκεί που έκοβε ξύλα ή δήθεν ζήταγαν δανεικά αυγά για το μικρό αδέρφι
ή πολλές φορές αμόλαγαν τις κότες στα σπαρτά που μόλις είχε βάλει και κάθονταν να κακάριζουν και αυτές,καθώς ο Βασιλί τις κυνήγαγε σαν τρελός στο χωράφι.
Αυτός όμως ήταν αλλού και αυτό ήταν το πρόβλημα του πατέρα του.

Έβγαινε έξω από το χωριό και προσπαθούσε να συλλάβει την ΄΄Υπαρξη΄΄,προσπαθούσε στο φτωχό από γνώση μυαλό του να χωρέσει το σύνολο της Αρμονίας της φύσης.
Ακόμη και η μητέρα του έβαλε ανθρώπους να του μιλήσουν να του πούν ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι τα πλούσια σε σοδιά χωράφια ,η χοντροκάπουλη γυναίκα με το ζεστό φαϊ της και τα στρογγυλοπρόσωπα παιδιά με κόκκινα μάγουλα.
Αφού μάταια όλο το χωριό είχε βαλθεί να τον γκρεμίσει στο βάραθρο της νομιμότητας της τάξης και της υποτέλειας των ηθών , ο Βασιλί σταμάτησε να πηγαίνει στην σύναξη των γερόντων ,σταμάτησε να συμμετέχει στις γιορτές του χωριού.
Έφευγε το πρωί και γύριζε το βράδυ με ένα τσουβάλι γεμάτο χ΄ρτα και βοτάνια, κάθονταν σε μια μικρή φωτιά που άναβε στην αυλή και τα ξεχώριζε αυτό για ΄΄πληγές΄΄ αυτό γιά το ΄΄στομάχι΄΄ αυτό γιά ΄΄φαγητό΄΄ αυτό για ΄΄βράσιμο΄΄.
Πέρασε καιρός και οι δυο γονείς του Βασιλί ελευθερώθηκαν από το σώμα τους.Ζούσε μόνος τώρα.Στο σπίτι μπαινόβγαιναν αγριοκούνελα,περιστέρια έκαναν φωλιά στα κεραμίδια και αγριόμολώχες σκέπασαν τον φράχτη.
Ο Βασίλι μάζευε βότανα και άλλαζε με τους χωρικούς για λίγο ψωμί η για κανένα πούλι που πιάνανε αυτοί στις ξόβεργες .Τα πήγαινε σε ένα ξέφωτο κοντά στο δάσος. Τα άφηνε ελεύθερα και χάζευε το πρώτο διστακτικό τους πέταγμα μετά την αιχμαλωσία.
Κάπως έτσι φανταζόταν και την ψυχή του ανθρώπου, με διστακτικό πέταγμα να βγαίνει από το σώμα του να πλανάται στον αέρα, σαν τα ξερόχορτα που τα παίρνει ο δυνατός άνεμος μέχρι να βρουν πάλι ένα κατάλληλο σώμα να φωλιάσουν και να ξαναγεννηθούν. Πολλές φορές κοίταζε στα μάτια τα παιδιά και τα νεαρά ζώα προσπαθώντας να αναγνωρίσει την τρυφερή μελαγχολία που έκανε τόσο όμορφο το πρόσωπο της μητέρας του.
Φύσημα απαλό.
Και πέρυσι, ήταν η γλύκα στη φωνή της που έβαλε τις ιδέες αυτές στο μυαλό του
Κατάλαβε, ότι αυτά σκεφτόταν τόσο καιρό και δεν μπορούσε να τα βάλει σε τάξη
Και να τώρα, που έρχονται σαν γάργαρο νερό και σπρώχνουν τον μύλο της σκέψης του.
Δεν ξεχώριζε αν τα άκουγε στα αλήθεια η έπεσε σε λήθαργο καθώς έβλεπε τ’ αστέρια, λαμπερά σημάδια στον ουρανό κι οι λέξεις ερχόταν και φώλιαζαν με σιγουριά στο μυαλό του.
Θ’ ανάψεις και συ μαζί τους, αφού πλανηθείς, θα κοιτάξεις από ψηλά τον κόσμο και θα νιώσεις σε όλο του το μέγεθος το δέος για την δημιουργία.
Στην εσπερινή διαμάχη του Φώτος με το Σκοτάδι, αόρατο χέρι θα σε τοποθετεί στην ίδια θέση σαν το αλάνθαστο χέρι του φανοκόρου που ανάβει τις λάμπες στον μεγάλο δρόμο.
Και θα είσαι εκεί να δεχτείς τις σκέψεις, τις οδύνες, τα όνειρα των ανθρώπων.
Μια μέρα, όπως γύρναγε από το δάσος φορτωμένος με βότανα το είδε.
Με το ζόρι άνοιγε το ένα του μάτι και με τεράστια δυσκολία και πολύ προσπάθεια σηκωνότανε λιγάκι και πάλι έπεφτε προσπαθώντας να τον αποφύγει.
Ένα μικρό ελαφάκι.
Τότε άκουσε και τις φωνές. Έσκυψε πίσω από ένα θάμνο να δει τι συμβαίνει. Εκεί ήταν τρεις - τέσσερις νεαροί, που προσπαθούσαν να σκοτώσουν ένα μεγάλο ελάφι. Κοίταξε γύρω του μήπως βρει κανένα ξύλο για να ορμήσει και να τους διώξει. αλλά το μόνο που είδε, ήταν αίματα σκορπισμένα και κομμάτια από τον πλακούντα του ελαφιού. Κατάλαβε. Το βρήκαν πάνω στην γέννα, αδύναμο, και γι αυτό μπόρεσαν να το χτυπήσουν. Ξανακοίταξε, τώρα το χτύπαγαν με μια μεγάλη πέτρα. Πρέπει να ήταν ήδη νεκρό. Γύρισε πίσω, κι αφού άδειασε τον σάκο του από τα βότανα, έβαλε το ελαφάκι μέσα και χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο πισωπάτησε και έφυγε σιγά-σιγά. Να γλίτωνε τουλάχιστον το μικρό.
Το πήρε στο σπίτι του και με μεγάλη στοργή το ακούμπησε πάνω σε κάτι άχυρα. Ήταν αδύναμο ακόμη ούτε να βελάσει μπορούσε, προσπαθούσε να φωνάξει την μητέρα του, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να ακουστεί ένας αδύναμος ήχος. Έπρεπε να βρει κάτι να το ταΐσει, Σκέφτηκε την κυρα-Ρούσα, της είχε δώσει αρκετές φορές περίσσια χόρτα για φαγητό και αυτή ήταν που είχε τις δυο κατσίκες στο διπλανό χωράφι. Ίσως να του έδινε λίγο γάλα
Η κυρα-Ρούσα του ‘δωσε λίγο γάλα κι αυτός με ένα πανάκι που το ‘πλεξε ρωγα βούταγε στο γάλα και του ‘δινε να πιει. Στην αρχή δειλά και λίγο-λίγο, και μετά με πάθος έπιανε το πανί και το στράγγιζε απ το όποιο γάλα είχε. Όταν δυνάμωσε λιγάκι και άρχισε να περπατάει καλά έτρεχε μονίμως ξοπίσω από τον Βασιλι ενώ πολλές φορές έπιανε την άκρη απ το πανωφόρι του και το ρούφαγε θαρρείς κι ήταν το βυζί της μάνας του. Τον ονόμασε «Ίσκιο» γιατί έμοιαζε με σκιά ζώου στην αρχή που το βρήκε και όχι ζώο πραγματικό. Μεγάλωναν μαζί και γινόταν παλικάρια, μίλαγαν μαζί και μπαίνανε βαθιά μέσα στο δασός βρίσκοντας όλο και πιο δυσεύρετα βοτάνια. Όλο και περισσότερα πουλιά ελευθέρωνε, σε σημείο να τον κοιτούν περίεργα τώρα στο χωριό. Πολλοί δεν του μίλαγαν καν, λες και δεν υπήρχε. Ακόμη και γείτονες και παλιοί φίλοι της οικογένειας το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να κλέψουν μερικά μέτρα από την γη που του άφησαν οι γονείς του.
Έτσι έσπαζαν τους φθαρμένους φράχτες και όργωναν η έσπερναν στα χωράφια του. Μέχρι και ο καταστηματάρχης μερικές φορές τον έδιωχνε από το μαγαζί του, πετώντας τα βοτάνια του στον δρόμο.
Τον έπιανε το παράπονο και φώναζε βαθιά πέρα στο δάσος «γιατί; γιατί;»
Τα παιδία σε ζηλεύουν για την ανεξαρτησία σου. Οι πατεράδες φοβούνται ότι θα χάσουν τα παιδιά τους, του έλεγε μια φωνή μέσα του. Κι αν οι αρχές μάθουν ότι υπάρχεις, θα προσπαθήσουν να σε αφανίσουν. Αν ζούσαν όλοι όπως εσύ θα έχαναν τις απολαύσεις που τους χαρίζει η πολιτισμένη κοινωνία. Όσο για τον καταστηματάρχη είσαι η απειλή της τάξης.
Αυτής της παχιάς αρκούδας που αρκείται στον λήθαργο της να γλείφει το λίπος της καταδικασμένη να λιώσει και να πεθάνει αν δεν ψάξει για τροφή. Ποτέ δεν σηκώνεται και όμως ζει.
Από την αρχή της κοινωνίας εκμεταλλεύεται μερικές ανήσυχες φύσεις που ζουν στο περιθώριο, που συνειδητά η ασυνείδητα προσφέρουν τα ταλέντα τους για να τα καταβροχθίσουν.
Ποτέ ένα κοπάδι άγριων άλογων δεν θα έμενε ενωμένο, αν στο περιθώριο αυτής της μικρής κοινωνίας δεν υπήρχαν φύσεις ανήσυχες, που αν και μερικώς ανεξάρτητες, παραμένουν γύρω από την μάζα του υπόλοιπου κόσμου, προσφέροντας τα ταλέντα τους. Έτσι, για να μείνουν τα υπόλοιπα ένα κοπάδι «άγρια άλογα»΄
Πολλά από αυτά με ευχαρίστηση θα έβλεπαν την υποδούλωση στον άνθρωπο, κοιτάζοντας όμως τα άλλα στο περιθώριο, να τρέχουν για να μείνουν ελευθέρα, φεύγουν και αυτά, μέχρις ενός σημείου βέβαια, καθώς είναι γλιστερό το μονοπάτι της ανεξαρτησίας, που ακολουθούν οι λίγοι.
Έτσι βολεύονται στην μετριότητα, που βρήκαν αφότου γεννήθηκαν.
Από την άλλη, αυτά τα ανήσυχα πνεύματα θα ανέβουν τόσο ψηλά στο κακοτράχαλο μονοπάτι, τόσο που θα μπουν στον κοσμικό χώρο, θα ξεπεράσουν έτσι τα όρια της ανεξαρτησίας και του ασκητισμού. Αν και τότε δεν μπορέσουν να αγγίξουν την «Ύπαρξη» μέσα τους, θα βρουν ίσως την δύναμη να ελευθερωθούν για να έρθουν με νέες δυνάμεις για την πορεία προς το απόλυτο.
Ο Βασιλι κοιμόταν πια σχεδόν αγκαλιά με τον Ίσκιο κάτω από μια ιτιά δίπλα στο μικρό ποτάμι στο όμορφο κτήμα που του άφησε ο Πατέρας του

MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

Η Άνοιξη έμπαινε απ’ την ανατολή, λουλουδιασμένη. Σαν πουλαράκι στα πρώτα δειλά του βήματα, σηκώνεται, πέφτει, ξανασηκώνεται… και να το! Να τρέχει στα λιβάδια. Έτσι κι αυτή, τσουχτερή, υγρή, αλλά γεμάτη φως και λάμψη. Σαν να λέει “βλέπεις δυσκολεύομαι αλλά περπατάω”. Έντυσε τη μυγδαλιά στ’ άσπρα κι έστειλε μια αχτίδα φωτός ν’ αστράψει στη λεπίδα που κράταγε.

Άστραψε και στο μυαλό του και είδε την “πόρτα” που καθόριζε την ζωή του από δω και πέρα.

Άνοιξε την πόρτα στο μικρό δωμάτιο στην ταράτσα. Κοίταξε τον άνθρωπο που σε κάποια στιγμή τη νύχτα ζωγράφισε στον τοίχο. Στο στόμα του είχε εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο που είχε και στο όνειρο του, στα μάτια του, υπήρχαν φορές, που έβλεπες όλο το θηλυκό γένος κι άλλοτε, σαν αλάνι του λιμανιού, σε κοίταζε με ειρωνικό και σκληρό βλέμμα.

Ποτέ δεν κατάλαβε αν ήθελε να ζωγραφίσει άντρα η γυναίκα.

Κοίταξε στο χαμηλό κρεβάτι το ανδρείκελο που έκλαιγε, οι βαφές είχαν ξεφτίσει και ανάμεσα στο φτηνό μεηκ απ έβγαιναν μερικές τρίχες που ξέφυγαν απ το κερί. Το ξενύχτι έβγαζε στην φόρα τους μαύρους κύκλους της πρέζας κάτω από την χρυσαφιά μάσκαρα.

Γύρισε σ’ ένα παλιό ράδιο, έβγαλε το καπάκι από πίσω, και της έδωσε ένα φακελάκι. Τα μάτια της τρεμόπαιξαν μια στο φακελάκι και μια στο ράδιο

“Παρ’ το δεν έχει άλλο, μια δοκιμή ήταν για μένα”. Έφτιαξε μια γραμμή με σκόνη στο γυάλινο τραπεζάκι και ρούφηξε με δύναμη απ την μύτη. Τα μάτια της δάκρυσαν και ένα σύννεφο σκόνης γέμισε και κάλυψε τα εγκεφαλικά της κύτταρα. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε τα βιβλία του, έκανε να πιάσει ένα. Της τίναξε με δύναμη το χέρι μακριά.

“Εντάξει είσαι, πάρε τα φράγκα και φύγε, δεν τα θέλω”

“Πως μπαίνουν στα κόλπα κάτι χαρτοπόντικες σαν εσένα;”

“Είδες; ερμαφρόδιτη κατάσταση. Αμόλα”

Έφτιαξε το κοντό φουστάνι, ταλαντεύτηκε στα ψηλοτάκουνα παπούτσια και βρόντησε την πόρτα πίσω της. Στις σκάλες ακούστηκε το μαστουρωμένο γέλιο της.

Πήρε μια πετσέτα την έβρεξε και άρχισε να τρίβει με μανία τα χέρια του, το λαιμό το στέρνο λες και μπορούσε να βγει με το τρίψιμο βρωμιά και η σαπίλα που είδε κι ακούμπησε .Οι κρόταφοι του βροντούσαν .Άνοιξε το ψυγείο και ήπιε λίγο κατακάθι από κάποιο μπουκάλι κρασί. Το τσάκισε με μανία στον απέναντι τοίχο.

“Που ξεκίνησα και που έφτασα;” μουρμούρισε

“Αυτό έψαχνα; Από τον αγώνα στο περιθώριο κι από εκεί, στο περιθώριο εδώ; Απ’ τις διαδηλώσεις και τις μάχες, στο λούκι; ντρόγκες και φιξάκια; Είναι περιθώριο αυτό ή είναι το σύστημα στην πιο απλοϊκή του μορφή; Δεν το βλέπουν όλοι;

Όχι

Αυτό είναι το ξέφτι που κάποια στιγμή το βλέπεις να κρέμεται στο καλό σου το σακάκι και το κόβεις .Έτσι μένει ακέραια η αρχοντιά του συστήματος. Κι αυτός τι είναι τώρα; Ξέφτι;

Πήρε το καλό του σακάκι από την ντουλάπα και βγήκε στην ταράτσα. Βάλθηκε να το κοιτά, το φόρεσε και γύρισε μέσα να το δει στον καθρέφτη.

ΑΨΟΓΟ.

Αν όμως βάλει το πάνω κουμπί στην δεύτερη τρύπα; Αυτό είναι. Φαίνεται κακοραμμένο άσχημο και να, κάτω από το δεξί μανίκι πετάγονται δυο ξεμαλλιάρικα ξέφτια.

Αυτό ήταν.

Κουμπί έπρεπε να γίνει, να κουμπώνει τα πάντα στραβά, παντελόνια, σακάκια, ζωές, κοινωνίες τα πάντα να τα κούμπωνε στραβά.

Να φαινόταν άραγε σε όλους τότε η ασχήμια του συστήματος;

Κατέβηκε στον δρόμο. Άντε να βρεις πρωί πρωί να πιεις κάτι. Περπάτησε αργά μέχρι την πλατεία. Νυσταγμένη η πολιτεία ακόμη, δεν πρόλαβε να πιει καφέ. Σιωπή. Οι ήρωες στα βάθρα κοιμόντουσαν ακόμη.

Ο μπάρμπα- Στάθης, αλκοολικός εδώ και τριάντα χρόνια, κοιμόταν δίπλα στο άγαλμα. Αυτός ήταν το “κορδόνι”. Ήθελε λέει, να δέσει την εργατιά με την διανόηση. Κάπου απ’ το πολύ κυνηγητό λύθηκε, τα έχασε και τα δυο και βρέθηκε εδώ πεταμένος κάτω από τον Μπότσαρη.

“Μήπως μας ειρωνεύεται η ζωή;” ρώτησε τον κοιμισμένο άντρα.

Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα μισογεμάτο μπουκάλι, στηρίχτηκε στο βάθρο και ήπιε μια γερή γουλιά.

“Μήπως δεν έφταιγα που ναι όλα ψεύτικα;

Έτσι και μπεις μέσα στο λούκι τους είσαι φυτό”, σιγοψιθύρισε

Μάζεψε τα πόδια σαν έμβρυο, ήταν τσουχτερή η αυγούλα. Θυμήθηκε Εκείνον, τον κοίταζε.

Οι άλλοι, κουρασμένοι από το κρυφτό με την αστυνομία και την πολύωρη πορεία είχαν φύγει, μερικοί είχαν αράξει σ’ ένα εγκαταλειμμένο κτήριο λίγο πιο πέρα.

Και μόνο αυτός κι Εκείνος είχαν μείνει γύρω από το βαρέλι με την φωτιά. Κοίταζε το στεγνό, αξύριστο πρόσωπο. Ανάμεσα στις πορτοκαλιές αναλαμπές τις φωτιάς, η μορφή του χάνονταν, ποτέ στον ουρανό μαζί με τον καπνό και ποτέ έμπαινε βαθιά μες το βαρέλι καίγοντας και τα τελευταία σκουπίδια που υπήρχαν.

Μίλησε, όχι δυνατά, αλλά λες κι η φωνή έμπαινε μέσα του και έκαιγε και τα δικά του τελευταία σκουπίδια.

“Ένα μυρμήγκι πάνω στο δέντρο είμαι, ο κορμός στραβός, ίσιος, σάπιος ,γερός δεν ξέρω, μπαίνει μέσα μου χωρίς να γνωρίζω. Κλαδιά πολλά, μπαίνω σ’ ένα, προχωράω δοκιμάζοντας τα φύλλα, τα άνθη, τη δροσιά και την δίψα τους, κολλάω την βρωμιά και την αρρώστια τους. Τελειώνω, γυρίζω πίσω στο πλάτωμα, καθρέφτης. Κοιτάζω. Στα μαλλιά άνθη, στα χέρια φύλλα, γίνομαι κλαρί π’ ανθίζει, τέλειωσε, πάω σε άλλο γυρνάω, ζω Ξαναγυρίζω στο καθρέφτη γεμάτος βρωμιά. Γίνομαι σκατά. Χαίρομαι. Οι έννοιες ευτυχία, δυστυχία, απόλυτο, τάξη, σύνολο, βρίσκονται μέσα μου. Πολλά κλαδιά, πολλά δέντρα, κουράζομαι, μπερδεύομαι. Αφήνω χέρια και πόδια και πέφτω στην απόλυτη σταθερότητα. Γη. Θα πλανηθώ για λίγο και θα βρω άλλο δέντρο να ξεκινήσω”

Ο μπάρμπα- Στάθης κουνήθηκε.

Σε κάποια συγκέντρωση μιλάει, στους εργάτες.

“Αφήνω πόδια και χέρια και πέφτω στην απόλυτη σταθερότητα, τη γη”, μουρμούρισε. Πήρε τον δρόμο πάλι για το σπίτι, ανέβηκε στο δώμα, το ένιωθε, πήρε ένα τετράδιο και στυλό και βγήκε στην ταράτσα. Εκεί, πήρε να κοιτάει την ανατολή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

Εκείνη την ημέρα ο Βασίλι σηκώθηκε ανάλαφρος λες και κάτι είχε γίνει το βράδυ, λες και μια αόρατη επικοινωνία -ένα όνειρο- τον βοήθησε να φτάσει κοντά στην γραμμή -στην αφετηρία- για την αιώνια περιπλάνηση.

Ψηλό ήταν το βουνό, που έβοσκε τις σκέψεις του με μορφή κατσικιών.

Πηδούσαν από βράχο σε ψήλωμα, γεύονταν τις κορφές από τα λυγερά πευκάκια ή με ένα πήδημα κόβανε ένα κομμάτι σκληρό πουρνάρι, αφήνοντας την άκρη του να κρέμεται στο στόμα σαν τους αλήτες του λιμανιού, που τρέχουν στα πεζοδρόμια αρπάζοντας χαρτονομίσματα από πολυδουλεμένους κόρφους κοριτσιών.

Μαύρο με δυο τρεις άσπρες μουντζούρες πάνω του, λες και ο Κύριος σκούπισε πάνω του τα χέρια όταν ζωγράφισε την αγνότητα. Ξέφυγε. Πηδούσε από τον ένα βράχο στον άλλο το μικρό του κατσικάκι και χάθηκε στην ρεματιά.

Το κυνήγησε μπας και του χαθεί. Το βρήκε να ροκανίζει γεύσεις σε ένα λιβάδι. Πήγε να το πιάσει και του ‘φυγε πάλι μπαίνοντας σε μια τρύπα στο βράχο. Μπήκε κι αυτός.

Απερίγραπτο!

Μέσα στην τρύπα υπήρχε ένα ακόμη λιβάδι. Ένας μικρός καταρράκτης έπεφτε από τον βράχο, στέμμα από πάνω το ουράνιο τόξο, κοιτούσε όλα τα πλάσματα από κάτω, τις παπαρούνες που ήταν κόκκινο χαλί μπροστά του τα κυκλάμινα και τα ζουμπούλια, τις μαργαρίτες που ανέβαιναν μέχρι ψηλά στον βράχο, την οικογένεια λαγών που έπαιζε λίγα μέτρα πιο πέρα και το ζαρκαδάκι που σήκωσε λοξά το κεφάλι και τον κοίταζε. Βέλαξε το μικρό του κατσικάκι

Λες και του έλεγε για “για μένα ήρθες”. Το αγκάλιασε και το μάλωσε τρυφερά. Αυτό ξέφυγε κι έτρεξε μέσα στο λιβάδι σχεδόν σκεπάστηκε από το παχύ χορτάρι. Έτρεξε και αυτός μαζί παίζανε και κυλιόντουσαν στο χορτάρι κι έπαιζε μαζί τους όλο το λιβάδι ακόμη και τα πούλια γύρω βάλθηκαν να κάνουν διαγωνισμό για το πιο θα τραγουδήσει ομορφότερα.

Σκοτάδι, όταν χαιρέτισαν τους φίλους τους και πήραν τον δρόμο του γυρισμού

Αλλά τι φρίκη! Ούτε κοπάδι, ούτε το μικρό του γαϊδουράκι ήταν εκεί. Μόνο ένας

ξεδοντιάρης γέρος κάθονταν σε μικρή φωτιά και μασούλαγε το λιγοστό ψωμί που είχε για βραδινό. Τον έπιασε απ τον γιακά και τον ταρακούνησε. Του φώναζε για τα κατσικάκια του, για το ψωμί του, μέχρι που ξεθύμανε.

“Φαντάσου να μην έβρισκες την πιτσιλιά, το κατσίκι ντε, και να μην είχες μέσα σου αυτό που έζησες”

Πίσω από τα δέντρα του ποταμού βγαίνανε δειλά- δειλά οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Χάρηκε. Έβγαλε τα λιγοστά ρούχα του και βούτηξε στο ποτάμι .Του άρεσε να κολυμπά το πρωί στα γάργαρα νερά΄

Έβγαινε, όταν τους είδε.

Ένα σμάρι κόλακες με φανταχτερά ρούχα, γύρω από έναν χοντρό άνθρωπο με ένα παιδί δίπλα του πάνω σε κάτασπρα άλογα και είχαν σηκώσει τις βαλλίστρες και σημάδευαν τον Ίσκιο που στεκόταν δυο τρία μέτρα μακριά του και τον κοίταγε.

Δεν σκέφτηκε ότι θα έβγαζε τον πατέρα του αληθινό. Σαν βέλος έτρεξε, με σηκωμένα χέρια, φωνάζοντας στον Ίσκιο να φύγει μακριά, να σωθεί.

Το πρώτο βέλος τον βρήκε στον ώμο και τον γύρισε, το δεύτερο ίσια στον λαιμό. Έπεσε και κύλησε λίγα μέτρα ακόμη.

Ο χοντρό –Βασιλιάς κοίταζε μια τον Βασίλι και μια το ελάφι, που με έναν πήδο βρέθηκε μακριά, ενώ ο Υπασπιστής του έβαζε ένα ακόμη βέλος στην βαλλίστρα.

“Σταμάτα”, του φώναξε. Κατέβηκε με δυσκολία από το άλογο και κοίταξε τον Βασίλι. Κάποιος τον γύρισε ανάσκελα. Ζούσε ακόμη. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κάπου στην κορυφή του λόφου ανάμεσα στα δέντρα διέκρινε τον Ίσκιο, κοίταξε τότε το Βασιλιά στα μάτια, χαμογέλασε και ξεψύχησε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

Οι μπάτσοι έσπασαν την ξύλινη πόρτα, δυο άτομα με αλεξίσφαιρα κι αυτόματα μπήκαν μέσα, δυο πυροβολισμοί, μετά άλλοι δυο. Τον βρήκαν.

Φώναξαν τον αστυνόμο.

Ο Στράτος Χύτας μπήκε κατά λάθος στην αστυνομία, σαν χειριστής τηλετύπου. Ξεκίνησε απ’ το στρατό, μετά δεν έβρισκε δουλειά, γινόταν κι ένας διαγωνισμός στην αστυνομία, του την έπεσαν και κάτι συγγενείς με ‘μέσα’, κάτι που του έλεγαν ότι δεν θα γινόταν ποτέ κανονικός μπάτσος, ενέδωσε. Έτσι, πέρασε στην αστυνομία πόλεων. Το πώς κατάντησε τσιράκι είναι άλλη ιστορία.

Προχώρησε στη μικρή κάμαρα.

Ένα χέρι έβγαινε από τον τοίχο, σκάλωνε στα συρματοπλέγματα κι αιμορραγούσε καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί.

“Από δω κυρ –αστυνόμε”

“Kαλά, έρχομαι”

Γύρισε και κοίταξε τον άλλο τοίχο

ΠΑΝΑΓΑΘΕ ΘΕΕ

ΓΑΜΙΕΣΑΙ

Κι από κάτω

“Γεννημένος σε λάθος εποχή στην αντίθετη όχθη του ποταμού μπορεί να κάνει ότι θέλει χωρίς να ξέρει τι θέλει να κάνει”

F C

“Αυτό τα λέει όλα” ψιθύρισε

Μπήκε στο μπάνιο, πλημμυρισμένο με νερό και αίμα. Αντίκρισε το πανιασμένο πρόσωπο. Τι κρίμα! δεν ήταν πάνω από είκοσι-έξι χρόνων. Στο χέρι που κρεμόταν έξω από την μπανιέρα, κράταγε ακόμη το στυλό, στην τουαλέτα ένα σημειωματάριο. Στο πάτωμα πεταμένο ένα κουζινομάχαιρο.

“Πήρε το σημειωματάριο και βγήκε στην γωνιά της ταράτσας” άκουσε τον αντιεισαγγελέα να λέει στους δημοσιογράφους. “Ναι, αντιστάθηκε αποφασισμένος να μην πιαστεί ζωντανός. Βρέθηκε υλικό που τον εμπλέκει”.

Ο Στράτος αναρωτήθηκε. Προκηρύξεις τα γραμμένα στον τοίχο, ανατρεπτικό υλικό οι παλιές εφημερίδες και… ναι, αντιστάθηκε με τον στυλό.

Μια φωτογραφία σε μια κατάληψη, και δυο συλλήψεις σε διαδηλώσεις έφταναν να τον χρίσουν τρομοκράτη, ήταν κι ο ανθυπασπιστής στην απέναντι πολυκατοικία συνταξιούχος, αλλά η τέχνη δεν ξεχνιέται.

“Το καθίκι”, γκρίνιαξε, τον είχε εκπαιδευτή.

Κατέβηκε στο δρόμο, μπήκε στο απέναντι καφενείο, παρήγγειλε ένα κονιάκ έβγαλε το σημειωματάριο κι άρχισε να διαβάζει.

¨¨Κουνάει με δύναμη το δοξάρι πάνω στις χορδές ο Βιολιστής στην απέναντι ταράτσα.

Δυνατά!

Λες και, αν ξαφνικά του φύγει το δοξάρι, θα καρφώσει τον ήλιο εκεί που ήταν, στην ανατολή. Δε θα νύχτωνε ποτέ. Ατελείωτη ημέρα. Δε θα σταματούσε το πρωινό κελάρυσμα του αηδονιού απ’ το διπλανό ρέμα. Δε θ’ άρχιζε το βουητό της πόλης. Η Μαργαρίτα θα έμενε στην στάση επτά ορόφους πιο κάτω, το υφαντήριο δεν θα άνοιγε. Θα έμενε εκείνη η γλυκιά μυρωδιά φρέσκου ψωμιού. Η πρωινή δροσιά θα έμπαινε στα στήθια παγωμένη και θ’ άνοιγε δρόμο στα καπνισμένα πνευμόνια.

Να μπορούσε ένας βιολιστής να έκανε την ανατροπή! Να μπορούσε ένα δοξάρι να έκανε απλά αυτό που με βασανίζει τόσο καιρό;; Να έκανε χειροπιαστό το σύμπαν. Να μπορούσες να σκαρφαλώσεις ανάμεσα σε δυο σύννεφα και να πιάσεις το Απόλυτο καθώς ήταν αραγμένο ανάμεσα στις δυο άρκτους;

Ίσως ήταν απλό τότε, να γυροφέρνεις ανάμεσα στους χρόνους καθώς ακίνητοι έκαναν εμφανείς τις δίπλες τους και σου έδειχναν τα μυστικά τους. Μπορούσε άραγε η ψυχή να περιδιαβαίνει ανάμεσα σε Παρελθόντες και Μέλλοντες τρυγώντας την σοφία της Ολοκλήρωσης;

Μια φωνή έβγαλε το Αστυνόμο Χύτα από την περισυλλογή που είχε πέσει

“Τάξε αστυνόμε τάξε”

“Τι είναι”

“Η γυναίκα σου γέννησε, αγόρι”, το χε ξεχάσει, Σηκώθηκε άρπαξε το σακάκι απ’ την καρέκλα και χωρίς να πει ούτε ένα ‘ευχαριστώ’ βγήκε τρέχοντας.

Στο μαιευτήριο η γυναίκα του ακόμη ναρκωμένη .Ζητάει να δει το παιδί του .

“Δεν μπορείτε ακόμη κύριε” του λέει μια νοσοκόμα και παίρνοντας από τα χέρια του μια χούφτα χαρτονομίσματα τρέχει να το φέρει

Ένα τοσοδούλι πλασματάκι, με το ζόρι μπορούσε να το πιάσει με τα χοντρά του χέρια. “ΔΙΑΔΟΧΕ” σκέφτηκε και το σήκωσε ψηλά και τοτε αυτό τον κοίταξε, τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

Σχεδόν το πέταξε στην αγκαλιά της νοσοκόμας, έψαχνε σαν μανιακός τις τσέπες απ’ το σακάκι του. Στη μέσα τσέπη μια φωτογραφία, τρεις νεαροί με μολότοφ ο ένας κοίταζε το φακό.

“Τα μάτια” Φώναξε έντρομος…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

Έρχονταν καινούριος χρόνος.

Ο χοντρό-βασιλιάς καθόταν στο πλούσιο τραπέζι του, αλλά δεν έτρωγε.

Άσχημος χρόνος ο περσινός. Κακή σοδειά ,έπεσε πυρετός στα ζωντανά και τ’ αφάνισε κι ο βασιλιάς του διπλανού βασιλείου του πήρε δυο λιβάδια και τρεις πηγές απειλώντας τον με πόλεμο. Και να! τώρα έμπαινε ο καινούριος χρόνος και τίποτα καλό δεν προμήνυε. Φόρους, κι άλλους φόρους έπρεπε να βάλει

Αυτό έπρεπε να είναι το πρώτο διάταγμα της νέας χρονιάς. Νέοι φόροι.

Φωνές και γέλια ακούστηκαν απ’ το διάδρομο.

“Αφέντη ,αφέντη καλά νέα .Σημάδι.”

“Μεγαλειότατε, μόλις μπήκε η νέα χρόνια κι έχουμε γεννητούρια, μάλιστα δυο γέννες μαζί, η φοράδα σου έκανε πουλάρι σερνικό, κι η μαγείρισσα το ίδιο, αγόρι. .Σημαδιακό αφέντη καλό σημάδι”.

Καιρό περίμενε ο Βασιλιάς να γεννηθεί εν’ αγόρι στο παλάτι. Από τότε που έχασε το μονάκριβό του, είχε τάξει το πρώτο αγόρι που θα γεννιόταν στο παλάτι, θα γινόταν ο διάδοχος του. Μια εξιλέωση για το παιδί που έχασε.

Άλλωστε, πάντα του άρεσε του γιου του να παίζει με τα παιδιά των υπηρετών.

Εκείνη την μέρα, στα γενέθλια για τα δεκατέσσερα χρόνια του, του είχε κάνει δώρο ένα δίχρονο επιβήτορα, κάτασπρο σαν και την αγνότητα του. Όταν τον είδε ο μικρός έχασε το μυαλό του απ’ την χαρά του. Μόνος του τον έζεψε κι ανέβηκε πάνω του .Τι ομορφιά, θυμάται, τι περηφάνια! Επέμενε το παιδί, να πάρει τον φίλο του, γιο του κηπουρού, και χυθούν στη καταπράσινη κοιλάδα έξω από το Βασίλειο. Ο ίδιος όμως ήθελε να τον πάρει μαζί του, στο κυνήγι που είχε οργανώσει ειδικά για τα γενέθλια του .

Με βαριά καρδιά το παιδί δεν του χάλασε το χατίρι και πήγε μαζί τους. Το κυνήγι πήγε όπως το είχε σχεδιάσει. Πρώτα αυτός, ο γιος του, σκότωσε ένα ζαρκάδι και μετά όλοι μαζί κυνήγησαν μια αγριογουρούνα με τα δυο μικρά της .Γύρναγαν και σκεφτόταν να του επιτρέψει να κάνει με το ζαρκάδι ένα τσιμπούσι στη δυτική τραπεζαρία και να φωνάζει όλους τους φίλους του.

Απ’ το πουθενά εμφανίστηκε εκείνο το μακρυκέρατο ελάφι. Καθώς το σημάδευε ένα γυμνό αγόρι πετάχτηκε μπροστά του και το έδιωξε μακριά.

Αυτός, με τόσους πόλεμους και τόσες ανθρώπινες ζωές χαμένες, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ο Υπασπιστής του σκότωσε το γυμνό αγόρι. Γι αυτό και τον έδιωξε από το βασίλειο. Έδωσε διαταγή να πάρουν στην πόλη το νεκρό παιδί, μέχρι που κάποιος υπηρέτης που το γνώρισε, είπε να το θάψουν καλύτερα στο δάσος, μιας και δεν είχε κανέναν συγγενή. Έτσι κι έγινε

Βάζανε οι υπηρέτες πέτρες πάνω στον τάφο του, όταν κάτω από μια πέτρα πετάχτηκε μια οχιά, σούρνοντας και σφυρίζοντας πέρασε κάτω από τα πόδια του αλόγου του γιου του .Άμαθο το παιδί, δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο άλογο που σηκώθηκε στα δυο του πόδια, έπεσε και το άλογο πέρασε από πάνω του.

Σαράντα μέρες πάλευε να σταθεί στη ζωή. Σαράντα μέρες το παιδί πάλεψε με την ψυχή του. Έλιωνε, και μαζί μ αυτό έλιωνε και η βασίλισσα. Τους έβλεπε και σκεφτόταν τον γύφτο πεταλωτή του πατέρα του που ευχόταν συνέχεια “Μη σ’ αξιώσει ο θεός να δεις τί αντέχεις”

Την τεσσαρακοστή μέρα, καθόταν στο προσκέφαλο του παιδιού του, όταν το άκουσε να λέει “μην κάνεις κακό στο ζώο μπαμπά” κι έφυγε. Σε δυο μήνες έφυγε και η Βασίλισσα

“Μη σ’ αξιώσει ο θεός να δεις πόσα μπορείς να αντέξεις”

“Φέρτε το παιδί θα το υιοθετήσω”, φώναξε ο Βασιλιάς “και μαζί με αυτό και τον πατέρα και τη μάνα του”. Αυτός, θα γίνει ο Διάδοχος μου΄΄

Έτρεξαν τα υπηρετικά να πουν τα καλά νέα στη μαγείρισσα .Φέρανε το παιδί στον Βασιλιά και το απίθωσαν στα χοντρά του χέρια. Κουνούσε χέρια και πόδια, λες και ήθελε να πετάξει, το αγκάλιασε, αυτό γύρισε το κεφαλάκι του στην άδεια κυνηγετική τροπαιοθήκη και μετά τον κοίταξε στα μάτια, και κοιμήθηκε στην αγκαλιά του.

Τα πόδια του Βασιλιά κόπηκαν, χλόμιασε.

“Το γυμνό αγόρι στο δάσος” ψέλλισε κι άφησε το μωρό σε έναν μαλακό χειροποίητο καναπέ, που έφτιαξε ένας δεινός μερακλής τοπικός τεχνίτης.

Φώναξε τον γραμματικό του για το πρώτο διάταγμα του χρόνου.

“ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ”

Και έτρεξε στον στάβλο να δει τα μάτια του πουλαριού που μόλις γεννήθηκε

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

“Εδώ ελεύθερο ραδιόφωνο”.

“Αγωνιστές της ελευθερίας, Πολίτες, μια δυσάρεστη είδηση. Ο επαναστατικός στρατός εγκαταλείπει τον τομέα Β. Μετακινηθείτε στον τομέα Α.”

Γύρισε το κουμπί του γουόκμαν.

“Κάπου σ’ αυτή τη σκατούπολη θα υπάρχει μουσική”, σκέφτηκε

Ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα . Έρχεται

Σαν ελατήριο τινάχτηκε κι έτρεξε καμιά τριανταριά μέτρα

“Μαλάκα, έκανες το λάθος που απέφυγες τόσες μέρες” έβρισε τον εαυτό του φωναχτά. Εννιά στους δέκα σκοτωνόντουσαν έτσι, στο άκουσμα της οβίδας έτρεχαν. Ή αυτή θα έσκαγε στην κεφάλα τους ή θα τους ‘έτρωγαν’ οι ελεύθεροι σκοπευτές, που περίμεναν αυτόν το ήχο για να οπλίσουν.

Τραντάχτηκε στο σκάσιμο της οβίδας κάπου δίπλα του. Ένας πίδακας σκόνης μπροστά του, δυο πυροβολισμοί, τον χτύπησαν μερικές πέτρες που σήκωσε στο η οβίδα στη σχάση της. Άρχισε να τρέχει ζιγκ-ζαγκ. Άλλος ένας πυροβολισμός, έδωσε ένα πήδο σε κάτι χαλάσματα. σκόνταψε κι έπεσε στην τρύπα μιας άλλης οβίδας. Τίποτε, απόλυτη ησυχία .Έβγαλε το κεφάλι σιγά σιγά έξω .Τίποτε…

“Φτηνά τη γλίτωσα πάλι”! Μέχρι το επόμενο σφύριγμα κανείς δεν θα κουνιόταν και μετά, κάποιος θα την πάταγε σαν κι αυτόν .Αλλά αυτός ήταν τυχερός, ‘τη γλίτωσε’.

Βολεύτηκε στη τρύπα .Έκανε φοβερό κρύο. Μια αιχμηρή πέτρα τον τσίμπαγε στην πλάτη. Αγκάλιασε τα πόδια του από τα γόνατα και τα έσφιξε δυνατά στο στήθος. Μια ζέστη άρχισε να απλώνεται από το σημείο που τον άγγιζε η πέτρα, κι άρχισε να φτάνει σιγά-σιγά σε κάθε σημείο του σώματός του.

Έπεφτε ομίχλη.

Τώρα θα την σκαπούλαρε για τα καλά .Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί. Έκλεισε τα μάτια. Αγαλλίαση. Απόλυτη ησυχία. Απόλυτη ακινησία.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε ανοιχτά η κλειστά τα μάτια.

Ένα θαμπό φως. Τέλειο!

Θα μπορούσε να μείνει σ’ όλη του την ζωή σ’ εκείνη την, από οβίδα, σκαμμένη τρύπα στον τομέα Β.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

Τράνταγμα δυνατό.

Ξερίζωμα.

“ΜΗ”

Κάτι τεράστιο με κρατούσε από τα πόδια και με ταρακουνούσε εδώ κι εκεί

Ανοίγω τα μάτια να δω τι είναι. Θολούρα. Κουνάω το σώμα μου δυνατά να ελευθερωθώ. Ακούω περίεργους ήχους.

Το Πράγμα με βάζει ανάσκελα και με πιέζει δυνατά στο στήθος, τόσο δυνατά που δεν αντέχω. Πώς να ΤΟ ΑΝΤΕΞΩ;

Μια αναπνοή σαν παράπονο μου ξεφεύγει μια αναπνοή που εξελίσσεται, εξελίσσεται σε λυγμό, που με την σειρά του γίνεται κλάμα, ένα κλάμα γοερό. Δεν μπορώ να το ελέγξω δεν μπορώ να το συγκρατήσω.

Κάτι χέρια αρχίζουν να με ψαχουλεύουν, στο στόμα, το μάτια, τα πλευρά, τα γεννητικά μου όργανα.

Μια φωνή!

Προσπαθώ να μιλήσω και εγώ

“Μπλουθρουμπ”

Η φωνή πάνω μου έγινε πιο καθαρή.

“Βρείτε τον πατέρα”. Πείτε του “είναι αγόρι”

ΤΕΛΟΣ

ή

ΑΡΧH

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δυνατό. Πολύ δυνατό!

προσπαθώ κανά 5λεπτο να γράψω και τίποτ'άλλο μα δε μούρχονται λέξεις, μάλλον τα έγραψες όλα

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...