Πέμπτη

O ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕΡΙΑΝΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΛΟΝΤΕΣ συνεχεια Τριτη!!

.........Δεν ξεχώριζε αν τα άκουγε στα αλήθεια η έπεσε σε λήθαργο καθώς έβλεπε τ’ αστέρια, λαμπερά σημάδια στον ουρανό κι οι λέξεις ερχόταν και φώλιαζαν με σιγουριά στο μυαλό του
''Θ’ ανάψεις και συ μαζί τους, αφού πλανηθείς, θα κοιτάξεις από ψηλά τον κόσμο και θα νιώσεις σε όλο του το μέγεθος το δέος για την δημιουργία.Στην εσπερινή διαμάχη του Φώτος με το Σκοτάδι, αόρατο χέρι θα σε τοποθετεί στην ίδια θέση σαν το αλάνθαστο χέρι του φανοκόρου που ανάβει τις λάμπες στον μεγάλο δρόμο.
Και θα είσαι εκεί να δεχτείς τις σκέψεις, τις οδύνες, τα όνειρα των ανθρώπων.'''
Μια μέρα, όπως γύρναγε από το δάσος φορτωμένος με βότανα το είδε.
Με το ζόρι άνοιγε το ένα του μάτι και με τεράστια δυσκολία και πολύ προσπάθεια σηκωνότανε λιγάκι και πάλι έπεφτε προσπαθώντας να τον αποφύγει.
Ένα μικρό ελαφάκι.
Τότε άκουσε και τις φωνές. Έσκυψε πίσω από ένα θάμνο να δει τι συμβαίνει.
Εκεί ήταν τρεις - τέσσερις νεαροί, που προσπαθούσαν να σκοτώσουν ένα μεγάλο ελάφι.
Κοίταξε γύρω του μήπως βρει κανένα ξύλο για να ορμήσει και να τους διώξει. αλλά το μόνο που είδε, ήταν αίματα σκορπισμένα και κομμάτια από τον πλακούντα του ελαφιού. Κατάλαβε. Το βρήκαν πάνω στην γέννα, αδύναμο, και γι αυτό μπόρεσαν να το χτυπήσουν.
Ξανακοίταξε, τώρα το χτύπαγαν με μια μεγάλη πέτρα. Πρέπει να ήταν ήδη νεκρό. Γύρισε πίσω, κι αφού άδειασε τον σάκο του από τα βότανα, έβαλε το ελαφάκι μέσα και χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο πισωπάτησε και έφυγε σιγά-σιγά. Να γλίτωνε τουλάχιστον το μικρό.
Το πήρε στο σπίτι του και με μεγάλη στοργή το ακούμπησε πάνω σε κάτι άχυρα. Ήταν αδύναμο ακόμη ούτε να βελάσει μπορούσε, προσπαθούσε να φωνάξει την μητέρα του, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να ακουστεί ένας αδύναμος ήχος.
Έπρεπε να βρει κάτι να το ταΐσει.
Σκέφτηκε την κυρα-Ρούσα, της είχε δώσει αρκετές φορές περίσσια χόρτα για φαγητό και αυτή ήταν που είχε τις δυο κατσίκες στο διπλανό χωράφι. Ίσως να του έδινε λίγο γάλα
Η κυρα-Ρούσα του ‘δωσε λίγο γάλα κι αυτός με ένα πανάκι που το ‘πλεξε ρωγα βούταγε στο γάλα και του ‘δινε να πιει. Στην αρχή δειλά και λίγο-λίγο, και μετά με πάθος έπιανε το πανί και το στράγγιζε απ το όποιο γάλα είχε. Όταν δυνάμωσε λιγάκι και άρχισε να περπατάει καλά έτρεχε μονίμως ξοπίσω από τον Βασιλι ενώ πολλές φορές έπιανε την άκρη απ το πανωφόρι του και το ρούφαγε θαρρείς κι ήταν το βυζί της μάνας του. Τον ονόμασε «Ίσκιο» γιατί έμοιαζε με σκιά ζώου στην αρχή που το βρήκε και όχι ζώο πραγματικό. Μεγάλωναν μαζί και γινόταν παλικάρια, μίλαγαν μαζί και μπαίνανε βαθιά μέσα στο δασός βρίσκοντας όλο και πιο δυσεύρετα βοτάνια. Όλο και περισσότερα πουλιά ελευθέρωνε, σε σημείο να τον κοιτούν περίεργα τώρα στο χωριό. Πολλοί δεν του μίλαγαν καν, λες και δεν υπήρχε. Ακόμη και γείτονες και παλιοί φίλοι της οικογένειας το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να κλέψουν μερικά μέτρα από την γη που του άφησαν οι γονείς του.
Έτσι έσπαζαν τους φθαρμένους φράχτες και όργωναν η έσπερναν στα χωράφια του. Μέχρι και ο καταστηματάρχης μερικές φορές τον έδιωχνε από το μαγαζί του, πετώντας τα βοτάνια του στον δρόμο.
Τον έπιανε το παράπονο και φώναζε βαθιά πέρα στο δάσος «γιατί; γιατί;»

''Τα παιδiά σε ζηλεύουν για την ανεξαρτησία σου.
Οι πατεράδες φοβούνται ότι θα χάσουν τα παιδιά τους, του έλεγε μια φωνή μέσα του.
Κι αν οι αρχές μάθουν ότι υπάρχεις, θα προσπαθήσουν να σε αφανίσουν.
Αν ζούσαν όλοι όπως εσύ θα έχαναν τις απολαύσεις που τους χαρίζει η πολιτισμένη κοινωνία. Όσο για τον καταστηματάρχη είσαι η απειλή της τάξης.Αυτής της παχιάς αρκούδας που αρκείται στον λήθαργο της να γλείφει το λίπος της καταδικασμένη να λιώσει και να πεθάνει αν δεν ψάξει για τροφή.
Ποτέ δεν σηκώνεται και όμως ζει.
Από την αρχή της κοινωνίας εκμεταλλεύεται μερικές ανήσυχες φύσεις που ζουν στο περιθώριο, που συνειδητά η ασυνείδητα προσφέρουν τα ταλέντα τους για να τα καταβροχθίσουν.
Ποτέ ένα κοπάδι άγριων άλογων δεν θα έμενε ενωμένο, αν στο περιθώριο αυτής της μικρής κοινωνίας δεν υπήρχαν φύσεις ανήσυχες, που αν και μερικώς ανεξάρτητες, παραμένουν γύρω από την μάζα του υπόλοιπου κόσμου, προσφέροντας τα ταλέντα τους.
Έτσι, για να μείνουν τα υπόλοιπα ένα κοπάδι «άγρια άλογα»
΄Πολλά από αυτά με ευχαρίστηση θα έβλεπαν την υποδούλωση στον άνθρωπο, κοιτάζοντας όμως τα άλλα στο περιθώριο, να τρέχουν για να μείνουν ελευθέρα, φεύγουν και αυτά, μέχρις ενός σημείου βέβαια, καθώς είναι γλιστερό το μονοπάτι της ανεξαρτησίας, που ακολουθούν οι λίγοι.
Έτσι βολεύονται στην μετριότητα, που βρήκαν αφότου γεννήθηκαν.
Από την άλλη, αυτά τα ανήσυχα πνεύματα θα ανέβουν τόσο ψηλά στο κακοτράχαλο μονοπάτι, τόσο που θα μπουν στον κοσμικό χώρο, θα ξεπεράσουν έτσι τα όρια της ανεξαρτησίας και του ασκητισμού. Αν και τότε δεν μπορέσουν να αγγίξουν την «Ύπαρξη» μέσα τους, θα βρουν ίσως την δύναμη να ελευθερωθούν για να έρθουν με νέες δυνάμεις για την πορεία προς το απόλυτο.''
Ο Βασιλι κοιμόταν πια σχεδόν αγκαλιά με τον Ίσκιο κάτω από μια ιτιά δίπλα στο μικρό ποτάμι στο όμορφο κτήμα που του άφησε ο Πατέρας του

Συνεχιζεται...............

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...