Δευτέρα

Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕΡΙΑΝΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΛΟΝΤΕΣ

Μερικοι απο σας ισως το εχετε διαβασει ολοκληρο η μερος του


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
Η τελευταία ακτίνα του ήλιου αφού πέρασε δυο κοσμικές καταιγίδες,τρέχοντας με τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο,πέρασε την σχετικά λεπτή ατμόσφαιρα της γης,διαπέρασε δυο σύνεφα και μετά κοντοστάθηκε και αγνάντεψε από ψηλά την βρώμικη μουντή πολιτεία.
Από ψηλά είδε τον νεαρό που κάθονταν στην άκρη της ταράτσας προσπαθώντας να δεί την ¨πόρτα¨ που εδώ και καιρό είχε ετοιμαστεί να ανοίξει.
Με όλη την ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει,η ακτίνα διαπέρασε το μαύρο σύνεφο που παρήγαγε η πόλη και μ` όλη της την δύναμη χτύπησε στα ασημί γυαλιά του.
Εξοστρακίστηκε και με καταπληκτική ακρίβεια πέρασε από το κέντρο της κόρης του αριστερού του ματιού.
Βρωμούσε άσχημα εδώ,όλα μαζί ανακατεμένα.
Ομίχλες από μεθύσι,νεαρές εμπειρίες,ιδέες της στιγμής, πόθος γιά την κοπέλα με τα στρογγυλά καπούλια πού πέρναγε επτά ορόφους πιό κάτω.
Δέν στάθηκε στιγμή.
Σαν βολίδα ,πού ήταν, παρέκαμψε αυτήν την βρώμικη αποθήκη, πέρασε δυό εργοστάσια Σκέψης και με βιασύνη λοξοδρόμησε από την αποθήκη της Λογικής.
Κοντοστάθηκε λίγο στο μικρό εργαστήριο της Γνώσης και μπήκε στο πεδίο της Φαντασίας.Με φούρια πέρασε όλες τις πόρτες και μόνο σ΄ αυτήν πού είχε κάτι παιδιάστικα γράμματα και έγραφε κάπως έτσι:
click to comment
Μπήκε
Κλωστές σπάγκοι σωρό από κάποιο κουκλοθέατρο που ίσως δεν παίχτηκε ποτέ,σπάσμένες κούκλες πεταμένο αλεύρι από τους μεθυσμένους μυλωνάδες.
Μπήκε ακόμη πιό μέσα και είδε ένα κόκκινο σκούφο να κρύβει το κεφάλι ενός παιδιού.Πλησίασε και ανακάλυψε ότι κρέμονταν από την μύτη του Πινόκιο.
Ακούνητες διάφορες φιγούρες την εμπόδιζαν να περάσει.
Γάτοι με μπότες άνθρωποι με περίεργα ρούχα και γάντζους για χέρια,κορίτσια με φτερά,περίεργα όντα με μεγάλα κεφάλια και μικρά πόδια,που κάποια φαντασία είχε πλάσει.
Κουράστηκε κοίταξε γύρω και είδε έναν καναπέ μιας μακρινής εποχής εκεί διάλεξε να ξαποστάσει από το μακρινό ταξίδι.
Καθισε


Συνεχιζεται.......................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...