Μια μετέωρη νότα να κρέμεται
στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια
Κρέμεται για λίγο στα υγρά
χορτάρια και ύστερα ξανά με το σύνολο
για τον αέναο δρόμο
Τον σκοτεινό δρόμο μ με
τα αφρώδη τρακαρίσματα στους βράχους
Εγώ όμως στο είπα μωρό μου
δεν κοιτώ τον σκοτεινό δρόμο
στάσου και άκου λιγάκι μην μιλάς μην κλαις
Ω γυναίκα σταματά να συγυρίζεις
το σπίτι
Μαρμελάδα που μπαίνει στο μυαλό μου και δεν μ αφήνει να οδηγήσω
θα σ αφήσω στα καλοσιδερωμένα σου τραπεζομάντηλα και θα πέσω σε βρώμικα σεντόνια
άκουμε γυναίκα δεν θέλω να
θαφτώ και ν ακούω την φωνή σου
Έχω ένα όνειρο στο μυαλό
μου
Για κάτι που δεν θα βρω
Το έχω κάτω απ την γλώσσα
μου αλλά δεν θυμάμαι τι είναι
Κρύο στα πόδια μου και ζέστη
στην ψυχή μου αισθάνομαι λες και βρίσκω
Λεφτά στο δρόμο μου
Πάρε τις μπότες μου
ποτάμι πάρε το πουκάμισο μου να μην βρουν που μένω
Πάρε όχθη τα ξένα δόντια
μου πάρε τα γυαλιά μου
Γυμνός θα παραδοθώ στο λύκο το φίλο μου
Αδελφό από παλιά
Θα ανοίξει την πόρτα
τα αλλά αδέλφια θα με υποδεχτούν θα με γευτούν
και γω μετά μαζί μ αυτούς
θα τριγυρίζω στις όχθες